φιλογεωργος

φιλογεωργος
    φιλογέωργος
    φιλο-γέωργος
    2
    любящий земледелие, ревнитель сельской жизни Xen., Arst., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φιλογεωργος" в других словарях:

  • φιλογέωργος — fond of husbandry masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλογέωργος — ον, Α αυτός που αγαπά τη γεωργία και τον αγροτικό βίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + γεωργός] …   Dictionary of Greek

  • φιλογέωργον — φιλογέωργος fond of husbandry masc/fem acc sg φιλογέωργος fond of husbandry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλογεωργότατος — φιλογέωργος fond of husbandry masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλογεώργους — φιλογέωργος fond of husbandry masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλογεώργῳ — φιλογέωργος fond of husbandry masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλογέωργοι — φιλογέωργος fond of husbandry masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλογεωργία — ἡ, Α [φιλογέωργος] η αγάπη για τη γεωργία και τις γεωργικές εργασίες …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»